ὀφρυόεσσα

ὀφρυόεσσα
ὀφρυόεις
on the brow
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οφρυόεις — ὀφρυόεις, εσσα, εν (Α) (για χείλος γκρεμού) αυτός που εξέχει πολύ, απόκρημνος 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός τής ποίησης τού Αισχύλ.) μεγαλοπρεπής («ὀφρυόεσσα ἀοιδή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”